Греческий шутя. 100 анекдотов для начального чтения - стр. 6
(умерла моя канарейка, и я ее хороню; πεθάνω), αποκρίνεται ο Τοτός με σκυμμένο το κεφάλι (отвечает Тотос с поникшей головой; αποκρίνομαι; σκύβω – гнуть, нагибать).
– Και γιατί κάνεις τόσο μεγάλη τρύπα (а зачем делаешь такую большую ямку: «дыру»); Ξαναρωτάει ο γείτονας (снова спрашивает сосед).
– Γιατί το καναρίνι μου είναι μέσα στον ηλίθιο τον γάτο σου, απαντάει ο Τοτός (потому что моя канарейка внутри твоего тупого кота, отвечает Тотос; ο γάτος).
Έσκαβε ο Τοτός στην αυλή του μια τρύπα. Περνούσε ο γείτονας και είδε τον Τοτό να σκάβει. Τον ρωτάει:
– Τι κάνεις εκεί μικρέ;
– Πέθανε το καναρίνι μου και το θάβω, αποκρίνεται ο Τοτός με σκυμμένο το κεφάλι.
– Και γιατί κάνεις τόσο μεγάλη τρύπα; Ξαναρωτάει ο γείτονας.
– Γιατί το καναρίνι μου είναι μέσα στον ηλίθιο τον γάτο σου, απαντάει ο Τοτός.
Ο Τοτός παίζει για ώρα στον κήπο (Тотос играет некоторое время в саду; ο κήπος), και η μητέρα του επιτέλους του φωνάζει (и мать, наконец, ему кричит; φωνάζω):
– Άντε πιά μαζέψου σπίτι (хватит уже, собирайся домой; μαζεύομαι)! Τι κάνεις τόση ώρα (что ты там делаешь столько времени; η ώρα – час; время);
Ο μικρός απαντά (ребенок отвечает; μικρός – маленький; ο μικρός – ребенок):
– Άσε με μαμά, παίζω με τον παππού (оставь меня, мама, я играю с дедушкой; ο παππούς)!
Κι η μητέρα του μονολογεί (и его мать говорит себе; μονολογώ; ο μονόλογος – монолог):
– Α το παλιόπαιδο, πάλι ξέθαψε τον παππού (ах, дрянной мальчишка, опять выкопал дедушку; ξεθάβω)!
Ο Τοτός παίζει για ώρα στον κήπο, και η μητέρα του επιτέλους του φωνάζει:
– Άντε πιά μαζέψου σπίτι! Τι κάνεις τόση ώρα;
Ο μικρός απαντά:
– Άσε με μαμά, παίζω με τον παππού!
Κι η μητέρα του μονολογεί:
– Α το παλιόπαιδο, πάλι ξέθαψε τον παππού!
Ο Τοτός στο φίλο του πατέρα του (Тотос другу своего отца; ο φίλος; ο πατέρας):
– Είναι αλήθεια αυτά που λέει ο μπαμπάς μου για σας (это правда то, что говорит папа мой про вас);
– Τι λέει, δηλαδή παιδί μου (что именно он говорит, детка);
– Να, ότι δημιουργηθήκατε μόνος σας (ну что вы сделали себя сам; δημιουγούμαι – творить, создавать).
– Ναι, αλήθεια είναι (да, это правда).
– Μα τότε γιατί δεν φροντίσατε να γίνετε πιο ψηλός και πιο όμορφος (а тогда почему вы не позаботились стать более высоким и более красивым; φροντίζω);
Ο Τοτός στο φίλο του πατέρα του:
– Είναι αλήθεια αυτά που λέει ο μπαμπάς μου για σας;
– Τι λέει, δηλαδή παιδί μου;
– Να, ότι δημιουργηθήκατε μόνος σας.
– Ναι, αλήθεια είναι.
– Μα τότε γιατί δεν φροντίσατε να γίνετε πιο ψηλός και πιο όμορφος;
Ένας ληστής, αφού διέρρηξε ένα σπίτι, πιάνει όμηρους ένα ηλικιωμένο ζευγάρι