Размер шрифта
-
+

Греческий шутя. 100 анекдотов для начального чтения - стр. 12

(дедушка на бабушке), ο θείος τη θεία μου (дядя на тете)…

Δυο μικρά παιδάκια φλυαρούν:

– Πες μου Κωστάκη, άμα θα μεγαλώσεις, θα με παντρευτείς;

– Χμμ! Όχι!… Δεν μπορεί να γίνει. Ξέρεις σ' εμάς όλοι παντρεύονται συγγενείς τους. Να… Ο μπαμπάς μου παντρεύτηκε τη μαμά μου, ο παππούς μου τη γιαγιά μου, ο θείος τη θεία μου…

* * *

Δύο γιαγιάδες συζητάνε για τους συζύγους τους καθώς πίνουν τσάι (две бабушки обсуждают своих супругов за чашкой чая: «когда пьют чай»):

– Ελπίζω ο Θανάσης να σταματήσει να τρώει τα νύχια του (надеюсь, Фанасис прекратит грызть ногти; σταματάω; φάω), λέει η μία (говорит одна).

– Α, και ο Γιώργος έκανε το ίδιο, αλλά του το έκοψα το συνήθειο (а, Йоргос делал то же самое, но я его отучила: «прекратила эту привычку»; κόβω – резать; прекращать, бросать).

– Τι; Σοβαρά; Πώς (что? серьезно? как?);

– Του έκρυψα τα δόντια του (спрятала его зубы; κρύβω).

Δύο γιαγιάδες συζητάνε για τους συζύγους τους καθώς πίνουν τσάι:

– Ελπίζω ο Θανάσης να σταματήσει να τρώει τα νύχια του, λέει η μία.

– Α, και ο Γιώργος έκανε το ίδιο, αλλά του το έκοψα το συνήθειο.

– Τι; Σοβαρά; Πώς;

– Του έκρυψα τα δόντια του.

* * *

Μετά από ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα (после автомобильной аварии), ο ένας οδηγός βλέπει ότι τα ψεύτικα δόντια του σπάσανε (водитель видит, что его искусственные зубы потрескались; σπάζω – разбиваться, ломаться; трескаться).

«Ξέρεις πόσο καιρό θα πάρει να τα αντικαταστήσω (знаешь, сколько времени займет, чтобы их заменить; αντικατασταίνω); Μέχρι τότε θα μπορώ να τρώω μόνο σούπες (до тех пор я смогу есть только супы)! Και όλα αυτά επειδή εσύ δεν είδες το STOP (и все это потому, что ты не видел знака STOP)!» του φωνάζει του άλλου εκνευρισμένος (кричит другому, нервничая)…

«Κάτσε, περίμενε, μπορεί να έχω κάτι για σένα (слушай, погоди: «сядь, подожди», может, у меня есть что-то для тебя)» λέει ο άλλος οδηγός και ανοίγει το πορτμπαγκάζ (говорит другой водитель и открывает багажник). Από εκεί αρχίζει να βγάζει ένα σωρό χρυσά δόντια (оттуда начинает доставать кучу золотых зубов; ο σωρός) και να τα δίνει στον άλλο να τα δοκιμάζει (и дает их другому, чтобы тот их примерил). Τελικά ο τύπος βρήκε ακριβώς τα δόντια που του ταιριάζανε (наконец, человек нашел точно те зубы, которые ему подходят), και ανακουφίστηκε (и успокоился; ανακουφίζομαι).

«Ευτυχώς που είχες όλα αυτά τα δόντια μαζί σου (как хорошо, что у тебя были все эти зубы с собой). Τι είσαι; Οδοντοτεχνίτης ή οδοντίατρος (ты кто? зуботехник или стоматолог?);

«Ενεχυροδανειστής (хозяин ломбарда; το ενέχυρο – залог; δανείζω – давать в долг, давать взаймы

Страница 12